κατασκευαστικός

κατασκευαστικός
-ή, -ό (AM κατασκευαστικός, -ή, -όν) [κατασκευαστής]
(λογ.) (για συλλογισμό ή επιχείρημα) ο αποδεικτικός, ο βεβαιωτικός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή
2. ο ικανός να κατασκευάζει κάτι
αρχ.
1. ο ικανός στο να προνοεί, ο προνοητικός
2. ο ικανός στο να κατορθώνει κάτι.
επίρρ...
κατασκευαστικά (AM κατασκευαστικώς)
με κατασκευαστικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατασκευαστικός — fitted for providing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστικά — κατασκευαστικός fitted for providing neut nom/voc/acc pl κατασκευαστικά̱ , κατασκευαστικός fitted for providing fem nom/voc/acc dual κατασκευαστικά̱ , κατασκευαστικός fitted for providing fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστικώτερον — κατασκευαστικός fitted for providing adverbial comp κατασκευαστικός fitted for providing masc acc comp sg κατασκευαστικός fitted for providing neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστικῶν — κατασκευαστικός fitted for providing fem gen pl κατασκευαστικός fitted for providing masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστικόν — κατασκευαστικός fitted for providing masc acc sg κατασκευαστικός fitted for providing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστικώτατον — κατασκευαστικός fitted for providing masc acc superl sg κατασκευαστικός fitted for providing neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστικαί — κατασκευαστικός fitted for providing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστικοῖς — κατασκευαστικός fitted for providing masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστικοί — κατασκευαστικός fitted for providing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστικοῦ — κατασκευαστικός fitted for providing masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”