- κατασκευαστικός
- -ή, -ό (AM κατασκευαστικός, -ή, -όν) [κατασκευαστής](λογ.) (για συλλογισμό ή επιχείρημα) ο αποδεικτικός, ο βεβαιωτικόςνεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή2. ο ικανός να κατασκευάζει κάτιαρχ.1. ο ικανός στο να προνοεί, ο προνοητικός2. ο ικανός στο να κατορθώνει κάτι.επίρρ...κατασκευαστικά (AM κατασκευαστικώς)με κατασκευαστικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.